ἐξαπατῶντας

ἐξαπατῶντας
ἐξαπατάω
deceive
pres part act masc acc pl
ἐξαπατάω
deceive
pres part act masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κἀξαπατῶντας — ἐξαπατῶντας , ἐξαπατάω deceive pres part act masc acc pl ἐξαπατῶντας , ἐξαπατάω deceive pres part act masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακρόαση — Το να ακούει κανείς προσεκτικά κάποιον που μιλάει (από το ρήμα ακροάομαι ώμαι). Σημαίνει επίσης την υποδοχή, σε προκαθορισμένο χρόνο, από μια αρχή, πρόεδρο, υπουργό, διευθυντή κλπ. ενός προσώπου που θέλει να υποβάλει μια αίτηση, παράπονα κλπ.… …   Dictionary of Greek

  • φουρνίρω — Ν 1. δίνω σε κάποιον κάτι, συνήθως εξαπατώντας τον 2. ειρων. μεταδίδω («για νέο μάς τό φουρνίρεις;»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. fornire «προσφέρω, προμηθεύω, εφοδιάζω»] …   Dictionary of Greek

  • Σιμωνίδης, Κωνσταντίνος — Πλαστογράφος χειρόγραφων (Σύμη 1820 Αλεξάνδρεια 1867). Σε πολύ νεαρή ηλικία, μετά τις μέτριες σπουδές του στο σχολείο της πατρίδας του, εκδηλώθηκε η επικίνδυνα τυχοδιωκτική του φύση με μια απόπειρα δολοφονίας των γονέων του για να τους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”